αμαξιάτικα

αμαξιάτικα
τα
τα χρήματα που πληρώνει κανείς για μια μεταφορά με άμαξα, τα αγωγιάτικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή αμάξι και παραγ. κατάλ. -ιάτικα (πρβλ. αγωγιάτικα, καριάτικα, λιμανιάτικα κ.τ.ό.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμαξιάτικο, το — και συνήθως στον πληθ., αμαξιάτικα το αγώι της άμαξας: Καβγάδισαν για το ποιος θα πληρωθεί τα αμαξιάτικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαξαγώγιο — το η αμοιβή ή τα έξοδα μεταφοράς με άμαξα, τα αμαξιάτικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαξα + αγώγιο] …   Dictionary of Greek

  • αμπελιάτικα — τα 1. ο (καταργημένος) γεωργικός φόρος τής αμπέλου 2. η αμοιβή τού αμπελοφύλακα 3. η δαπάνη για την καλλιέργεια τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κατάλ. ιάτικα «χρήματα, αμοιβή για...» (πρβλ. αμαξιάτικα, λιμανιάτικα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • καριάτικα — και καρριάτικα, τα [κάρο] αμοιβή για μεταφορά με κάρο, αμαξιάτικα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”